widzieć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvʲiʥ̑ɛ̇ʨ̑/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

widzieć (pl)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • widzisz ή a widzisz ή no widzisz: βλέπεις (ή βλέπεις λοιπόν)
    a widzisz co zrobiłeś(/łaś) z twoją głupotą? - βλέπεις τι έκανες με τη βλακεία σου;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]