windfall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

windfall < wind + fall

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

windfall (en)

  1. λαχείο, κελεπούρι
  2. φρούτο που έπεσε μόνο τους από το δέντρο
  3. κάτι που το έφερε ο άνεμος