winny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
winny <
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
winny (pl)
- ένοχος
- που χρωστάει (χρήματα ή υποχρέωση), υπόχρεος
- που αναφέρεται ή αφορά το κρασί, του κρασιού
- ocet winny - κρασόξιδο
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου winny στα πολωνικά