within
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
within (en) (χωρίς παραθετικά)
Πρόθεση[επεξεργασία]
within (en)
- εντός, πριν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα· κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
- ↪ We will talk within an hour.
- Θα μιλήσουμε εντός μιας ώρας. (στην αμέσως επόμενη ώρα)
- ↪ We will talk within an hour.
- σε, όχι περισσότερο από μια συγκεκριμένη απόσταση από κάτι
- ↪ within a mile of the station - σε ένα μίλι από το σταθμό
- μέσα σε κάποιο χώρο ή χρονικό διάστημα