within

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

within (en) (χωρίς παραθετικά)

Πρόθεση[επεξεργασία]

within (en)

  1. εντός, πριν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα· κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
    We will talk within an hour.
    Θα μιλήσουμε εντός μιας ώρας. (στην αμέσως επόμενη ώρα)
  2. σε, όχι περισσότερο από μια συγκεκριμένη απόσταση από κάτι
    within a mile of the station - σε ένα μίλι από το σταθμό
  3. μέσα σε κάποιο χώρο ή χρονικό διάστημα
    the movement within the city - η μετακίνηση μέσα στην πόλη
    the circulation of water within the pipes - η κυκλοφορία του νερού μέσα στους σωλήνες
     συνώνυμα: in, inside

Πηγές[επεξεργασία]