wnuczek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wnuczek (pl) < υποκοριστικό από το wnuk (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wnuczek (pl) αρσενικό
- υποκοριστικό από το εγγονός, το εγγονάκι