woon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

woon (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος wonen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος wonen