work out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: workout

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας work out
γ΄ ενικό ενεστώτα works out
αόριστος worked out
παθητική μετοχή worked out
ενεργητική μετοχή working out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

work out < → δείτε τις λέξεις work και out

Ρήμα[επεξεργασία]

work out (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυμνάζομαι, γυμνάζω το σώμα μου με σωματική άσκηση
    How often should I work out?
    Πόσο συχνά θα πρέπει να γυμνάζομαι;
    The personal trainer works out at the gym.
    Ο γυμναστής γυμνάζεται στο γυμναστήριο.
    I am working out my legs.
    Γυμνάζω τα πόδια μου.
    I like working out.
    Μου αρέσει η γυμναστική.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
  2. (αμετάβατο) ρυθμίζω, εξελίσσομαι με επιτυχία
    Do not worry, it will all work out all right.
    Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
    How will things work out?
    Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα;
    Our plans are working out well.
    Τα σχέδια μας εξελίσσονται καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  3. (αμετάβατο) λύνομαι, καταλήγω, υπολογίζω ότι θα είναι ένα συγκεκριμένο ποσό
    This sum doesn’t work out right.
    Αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται.
    The total works out to ten euros.
    Το σύνολο καταλήγει να είναι δέκα ευρώ.
  4. (μεταβατικό, βρετανικά αγγλικά) καταλαβαίνω τον χαρακτήρα κάποιου
    I’ve never been able to work her out.
    Δεν μπόρεσε ποτέ να την καταλάβω.
  5. (μεταβατικό) λογαριάζω, υπολογίζω κάτι
    I have worked out your share of the costs at 120 euros.
    Λογάριασα τα μερίδιο σου στα έξοδα σε 120 ευρώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calculate
  6. (μεταβατικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) λύνω, βρίσκω την απάντηση σε κάτι
    I work out a problem.
    Λύνω ένα πρόβλημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solve
  7. (μεταβατικό) επινοώ, βρίσκω, σχεδιάζω ή σκέφτομαι κάτι
    I am working out a plan.
    Επινοώ ένα σχέδιο/μια μέθοδο.
    I am working out a way to make money.
    Βρίσκω έναν τρόπο να κάνω χρήματα.
  8. (συνήθως στην παθητική φωνή) εξαντλούμαι, αφαιρώ όλο το κάρβουνο, τα ορυκτά κτλ. από ένα ορυχείο σε μια χρονική περίοδο
    This mine has been worked out.
    Αυτό το ορυχείο έχει εξαντληθεί.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]