wrench
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wrench (en)
- κίνηση με την οποία συστρέφουμε και τραβάμε με δύναμη
- το γερμανικό κλειδί
- η λύπη που νιώθουμε όταν αφήνουμε κάποιον/κάτι που αγαπάμε
- σωληνοκάβουρας, κάβουρας (εργαλείο υδραυλικού)
Ρήμα[επεξεργασία]
wrench (en)