wypełniony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wypełniony < wypełniać
Επίθετο[επεξεργασία]
wypełniony (pl)
- συμπληρωμένος, που τον έχουν συμπληρώσει, γεμάτος
- wysłanie wypełnionej ankiety do niczego nie zobowiązuje - η αποστολή του συμπληρωμένου ερωτηματολογίου δεν υποχρεώνει σε τίποτε