yaşamak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
yaşamak (tr)
- ζω (είμαι ζωντανός, βγάζω τα προς το ζην)
- ↪ Büyükbaban yaşıyor mu? - Ζει ο παππούς σου;
- ↪ Balıklar suda yaşar. - Τα ψάρια ζουν στο νερό.
- ↪ Bu maaşla yaşamak çok zor. - Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς με αυτό το μισθό.
- μένω, ζω