yogurt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
yogurt | yogurts |
yogurt (en)
- το γιαούρτι
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- yogurt < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یوغورت (yoğurt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yogurt (it) αρσενικό
- (γαστρονομία) το γιαούρτι