zanna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zanna < λομβαρδική zann (δόντι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zanna | zanne |
zanna (it) θηλυκό
- χαυλιόδοντας
- τα δόντια του γουρουνιού