zawartość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zawartość zawartości
γενική zawartości zawartości
δοτική zawartości zawartościom
αιτιατική zawartość zawartości
οργανική zawartością zawartościami
τοπική zawartości zawartościach
κλητική zawartości zawartości

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zawartość < zawierać

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zawartość (pl) θηλυκό

  1. το περιεχόμενο
  2. η περιεκτικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]