zawartość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zawartość | zawartości |
γενική | zawartości | zawartości |
δοτική | zawartości | zawartościom |
αιτιατική | zawartość | zawartości |
οργανική | zawartością | zawartościami |
τοπική | zawartości | zawartościach |
κλητική | zawartości | zawartości |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zawartość < zawierać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zawartość (pl) θηλυκό