zgoda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zgoda (pl) θηλυκό
- η συμφωνία, η κοινή προφορική ή ψυχική αποδοχή
- η συμφιλίωση
- (σε επιρρηματική χρήση) σύμφωνοι