zgoda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /ˈzɡɔda/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zgoda (pl) θηλυκό

  1. η συμφωνία, η κοινή προφορική ή ψυχική αποδοχή
  2. η συμφιλίωση
  3. (σε επιρρηματική χρήση) σύμφωνοι

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]