zmysł
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zmysł (pl) αρσενικό
- η αίσθηση
- po tym, jak stracił wzrok, pozostałe zmysły się wyostrzyły - μετά από αυτό, όταν έχασε την όραση, οξύνθηκαν οι υπόλοιπες αισθήσεις του
- mam zmysł ze on nie przejdzie - έχω την αίσθηση ότι δεν θα περάσει