zoccola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
zoccola zoccole

zoccola (it)

  1. αργκό : η πρόστυχη, η πόρνη
  2. ο θηλυκός αρουραίος