zoom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zoom | zooms |
zoom (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | zoom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zooms |
αόριστος | zoomed |
παθητική μετοχή | zoomed |
ενεργητική μετοχή | zooming |
zoom (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zoom (fr)