zugleich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
zugleich (de)
- μαζί, ταυτόχρονα
- mann kann nicht zugleich sprechen und essen - δεν μπορεί κανείς να μιλάει και να τρώει ταυτόχρονα