zwycięstwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zwycięstwo | zwycięstwa |
γενική | zwycięstwa | zwycięstw |
δοτική | zwycięstwu | zwycięstwom |
αιτιατική | zwycięstwo | zwycięstwa |
οργανική | zwycięstwem | zwycięstwami |
τοπική | zwycięstwu | zwycięstwach |
κλητική | zwycięstwo | zwycięstwa |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zwycięstwo (pl) ουδέτερο
- η νίκη