zyeuter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zyeuter < les yeux (το 'z' εμφανίζεται προφορικά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zjø.te/

Ρήμα[επεξεργασία]

zyeuter (fr)

Il n'a pas arrêté de la zyeuter. - Δε σταμάτησε να την κρυφοκοιτάζει.