Μάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μάτι | τα | Μάτια |
γενική | του | Ματιού | των | Ματιών |
αιτιατική | το | Μάτι | τα | Μάτια |
κλητική | Μάτι | Μάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μάτι < μάτι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μάτι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Μάτι < μεταγραφή για τη φινλανδική Matti
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μάτι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - ονόματα από τα φινλανδικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - επώνυμα από τα φινλανδικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα ξενικά (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα ξενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους ξενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)