βουνό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Βουνά (νέα ελληνικά), Βουνό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουνό τα βουνά
      γενική του βουνού των βουνών
    αιτιατική το βουνό τα βουνά
     κλητική βουνό βουνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χιονισμένα βουνά
εκδρομή στο βουνό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουνό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουνό(ν) < αρχαία ελληνική βουνός (λόφος)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vuˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐νό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουνό ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) μεγάλο ύψωμα του εδάφους
    ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν
  2. (μεταφορικά) μεγάλος φόρτος εργασίας
    άφησε τη δουλειά να μαζευτεί και τώρα του φαίνεται βουνό
  3. η ορεινή εξοχή
    πέρσι περάσαμε τις διακοπές μας στο βουνό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ύψωμα της Γης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]