γκραβούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκραβούρα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική gravure [1] < graver (χαράσσω) < φραγκικά *graban < πρωτογερμανική *grabaną. Συγγενές με την αγγλική grave
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκραβούρα θηλυκό
- μέθοδος χαρακτικής πάνω σε ένα σκληρό υλικό, συνήθως χρησιμοποιούμενη από καλλιτέχνες.
- το έργο τέχνης που παράγεται από την ομώνυμη μέθοδο.
- (ηλεκτρονική) η πράξη κατά την οποία αφαιρείται ένα υλικό που καλύπτει ένα σκληρό υπόστρωμα, σύμφωνα με ένα σχέδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γκραβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας