μπουγάτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουγάτσα οι μπουγάτσες
      γενική της μπουγάτσας
    αιτιατική την μπουγάτσα τις μπουγάτσες
     κλητική μπουγάτσα μπουγάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπουγάτσα με τυρί, τεμαχισμένη και σερβιρισμένη σε πιάτο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγάτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πογάτσα < τουρκική boğaça / poğaça < ιταλική focaccia < υστερολατινική (panis) focacius (ψωμί ψημένο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /buˈɣa.t͡sa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγάτσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • σε μερικές περιοχές και ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας αναφέρεται σε διάφορα είδη πίτας με φύλλο ενώ σε άλλες αναφέρεται μόνο σε πίτα με φύλλο που περιέχει γλυκιά κρέμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]