σέμπρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σέμπρος οι σέμπροι
      γενική του σέμπρου των σέμπρων
    αιτιατική τον σέμπρο τους σέμπρους
     κλητική σέμπρο σέμπροι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέμπρος < σλαβικής προέλευσης sebrȗ < *sepra (=φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέμπρος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας καλλιεργεί ένα κτήμα που ανήκει σε άλλον κρατώντας για τον εαυτό του μέρος από την σοδειά
     συνώνυμα: επίμορτος, κολίγας
  2. (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας βόσκει ξένα ζώα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]