σέμπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σέμπρος | οι | σέμπροι |
γενική | του | σέμπρου | των | σέμπρων |
αιτιατική | τον | σέμπρο | τους | σέμπρους |
κλητική | σέμπρο | σέμπροι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέμπρος < σλαβικής προέλευσης sebrȗ < *sepra (=φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέμπρος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας καλλιεργεί ένα κτήμα που ανήκει σε άλλον κρατώντας για τον εαυτό του μέρος από την σοδειά
- (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας βόσκει ξένα ζώα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέμπρος
|