τρυφερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρυφερός | η | τρυφερή | το | τρυφερό |
γενική | του | τρυφερού | της | τρυφερής | του | τρυφερού |
αιτιατική | τον | τρυφερό | την | τρυφερή | το | τρυφερό |
κλητική | τρυφερέ | τρυφερή | τρυφερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρυφεροί | οι | τρυφερές | τα | τρυφερά |
γενική | των | τρυφερών | των | τρυφερών | των | τρυφερών |
αιτιατική | τους | τρυφερούς | τις | τρυφερές | τα | τρυφερά |
κλητική | τρυφεροί | τρυφερές | τρυφερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρυφερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρυφερός[1] → δείτε τη λέξη τρυφή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.feˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρυ‐φε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
τρυφερός, -ή, -ό
- (για ανθρώπους) ευγενικός και ευαίσθητος, λεπτός, γλυκός
- για κάτι που εκφράζει έναν τρυφερό άνθρωπο
- που πληγώνεται εύκολα, ευαίσθητος
- ↪ τρυφερή ηλικία
- (για ενέργειες) απαλός και ευαίσθητος
- ↪ ένα τρυφερό χάδι
- (για τροφές) που μασιέται εύκολα
Συγγενικά[επεξεργασία]
με τρυφερ-
- τρυφερά (επίρρημα)
- τρυφεράδα
- τρυφεραίνω, τρυφεραίνομαι
- τρυφερεμένα (επίρρημα)
- τρυφερεμένος
- τρυφερεύω
- τρυφερίτσα
- τρυφερίτσι
- τρυφεροβαστιέμαι
- τρυφερόλογο
- τρυφεροσύνη
- τρυφερότη (θηλυκό)
- τρυφερότητα
- τρυφερούδι
- τρυφερόγλυκος
- τρυφερόκαρδος
- τρυφερούλης, τρυφερούλα
- τρυφερόσαρκος
- τρυφερούτσικα (επίρρημα)
- τρυφερούτσικος
- τρυφερόφλογα (θηλυκό)
- τρυφεροψιθυρίζω
- τρυφερ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη τρυφή για θέματα τρυφ- όπως εντρυφώ, τρυφηλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρυφερός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τρυφερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τρυφερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρυφερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)