χέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέρι τα χέρια
      γενική του χεριού των χεριών
    αιτιατική το χέρι τα χέρια
     κλητική χέρι χέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δεξί ανθρώπινο χέρι.
Αριστερό ανθρώπινο χέρι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χέριν < ελληνιστική κοινή χέριον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική χείρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈçe.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χέ‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χέρι ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) το καθένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπινου σώματος, από τον ώμο μέχρι τις άκρες των δαχτύλων
  2. (ειδικότερα) το τμήμα από τον καρπό ως τις άκρες των δαχτύλων
  3. (κατ’ επέκταση) τα μπροστινά άκρα κάποιων ζώων
  4. (συνεκδοχικά) η αγκαλιά
  5. (συνεκδοχικά) ο εργάτης, κάποιος που προσφέρει την εργασία του
    Χρειαζόμαστε κι άλλα χέρια για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα χερ-

θέμα χειρ- → δείτε τη λέξη χείρ

Σύνθετα[επεξεργασία]

Επίσης:

από το χέρι

από το χείρ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

→ και δείτε εκφράσεις με το λόγιο χείρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]