ΟΓΑ
(Ανακατεύθυνση από Ο.Γ.Α.)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΟΓΑ < : Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Ο.Γ.Α. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- Δημόσιος οργανισμός που ασφαλίζει και συνταξιοδοτεί τους αγρότες.