πυρηνικός ιατρός
(Ανακατεύθυνση από ιατροπυρηνικός)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πυρηνικός ιατρός αρσενικό (θηλυκό πυρηνική ιατρός)
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός ασχολούμενος με τις διαγνωστικές και θεραπευτικές εφαρμογές των ραδιοϊσοτόπων