𐀀𐀓𐀫
(Ανακατεύθυνση από a-ku-ro)
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
𐀀𐀓𐀫 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ-. Συγγενής, η αρχαία ελληνική ἄργυρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro)
- (μεταλλουργία) ο άργυρος
𐀀𐀓𐀫 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ-. Συγγενής, η αρχαία ελληνική ἄργυρος
𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro)