'ρθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

'ρθω

  1. (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έρχομαι
  2. θα αγιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έρχομαι