'ρθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
'ρθω
- (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έρχομαι
- θα αγιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έρχομαι