Äffin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

< Affe + -in

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Äffin (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Äffinnen)