Çıfıt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Çıfıt < (άμεσο δάνειο) περσική جهود (ǰahud, ǰuhud, Εβραίος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Çıfıt (tr)
Δείτε επίσης : çıfıt |
Çıfıt (tr)