Ölmühle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Ölmühle | die Ölmühlen |
γενική | der Ölmühle | der Ölmühlen |
δοτική | der Ölmühle | den Ölmühlen |
αιτιατική | die Ölmühle | die Ölmühlen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ölmühle (de) θηλυκό