à fleur de peau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a flœʁ də po/
Επίρρημα
[επεξεργασία]à fleur de peau (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]à fleur de peau (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο