Μετάβαση στο περιεχόμενο

ángel

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: angel, Angel, ängel
ενικός πληθυντικός
ángel ángeles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ángel < λατινική angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈanxel/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ángel (es) αρσενικό

  1. (θρησκεία) ο άγγελος
      «No obstante, resaltan el alargamiento de las figuras de Jesús y la Virgen, las formas serpentinadas de los ángeles y, sobre todo, la delicadeza del ropaje, tan típica del arte de Pontormo y de Parmigianino».
    Ángel τύπος: Noriega, Simón [Νοριέγα, Σιμόν], Venezuela en sus artes visuales [Η Βενεζουέλα στις εικαστικές της τέχνες], εκδ. Mérida, Ediciones Puertas del Sol [Μέριδα, Εκδόσεις Πόρτες του Ήλιου]. 2001.
    Παρ' όλα αυτά, ξεχωρίζουν η επιμήκυνση των μορφών του Ιησού και της Παναγίας, οι ελικοειδείς μορφές των αγγέλων και, πάνω απ’ όλα, η λεπτότητα των ενδυμάτων, τόσο χαρακτηριστική της τέχνης του Ποντόρμο και του Παρμιτζανίνο».
  2. χάρη, γοητεία
      «—Tiene su ángel —decía mi madre —, pero qué destino tan cruel le ha tocado con ese marido andrajoso, oliendo a vacas y boñiga a toda hora—».
    Ángel τύπος: Espinosa, Fernan [Εσπινόσα, Φερνάν], Mi vida por un libro [Η ζωή μου για ένα βιβλίο], εκδ. Colombia: Editorial Impresos Josmar [Κολομβία: Εκδόσεις Ίμπρεσος Χοςμαρ]. 2001.
    —Έχει τη γοητεία της —έλεγε η μητέρα μου—, αλλά τι σκληρή μοίρα της έτυχε μ’ αυτόν τον κουρελή άντρα, που μυρίζει συνεχώς αγελάδες και κοπριά.
     συνώνυμα: gracia, encanto, carisma, magnetismo
  3. (Πολιτοφυλακή) μπαρμπούνι
      «El ejército usó ángeles para destruir los fortines enemigos».
    «Ο στρατός χρησιμοποίησε μπάρμπουνι για να καταστρέψει τα εχθρικά οχυρά.»
     συνώνυμα: palanqueta