âpreté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
âpreté | âpretés |
âpreté (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
âpreté | âpretés |
âpreté (fr) θηλυκό