çırak
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- çırak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چراغ (çerâg, çirâg) < περσική چراغ (čerâğ, čarâğ)
- → δείτε απογόνους στο چراغ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]çırak (tr)
Πηγές
[επεξεργασία]- çırak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- çırak - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr