çırak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- çırak < οθωμανικά τουρκικά چراغ (çerâg, çirâg) < περσική چراغ (čerâğ, čarâğ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
çırak (tr)
[επεξεργασία]
- αλβανικά: çirak
- βουλγαρικά: чирак (čirak)
- νέα ελληνικά: τσιράκι
- κριμαϊκά ταταρικά: şıraq
- ρουμανικά: cirac
- σερβοκροατικά: чѝра̄к (čìrāk)