çelebi
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]çelebi (tr)
- κύριος, ευγενής, αρχοντάνθρωπος
- (ιστορία) τίτλος των παιδιών του σουλτάνου (çelebi sultan)
- τίτλος του αρχηγού των ντερβίσηδων
- χριστιανός έμπορος