çelebi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
çelebi (tr)
- κύριος, ευγενής, αρχοντάνθρωπος
- (ιστορία) τίτλος των παιδιών του σουλτάνου (çelebi sultan)
- τίτλος του αρχηγού των ντερβίσηδων
- χριστιανός έμπορος