çuval

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

çuval < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική چوال (çuval) < περσική جوال (juvâl).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃuˈvɑɫ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: çu‐val

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

çuval (tr)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]