ébéniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ébéniste < ébène
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébéniste | ébénistes |
ébéniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιπλοποιός που κατασκευάζει έπιπλα πολυτελείας (αρχικά, με έβενο)