ébauchoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ébauchoir < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébauchoir | ébauchoirs |
ébauchoir (fr) αρσενικό
- εργαλείο για τον προσχεδιασμό διαφόρων μορφών