ébréchure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ébréchure < ébrécher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébréchure | ébréchures |
ébréchure (fr) θηλυκό
- μικρό κομμάτι που αποκόπηκε ή έσπασε από ένα αντικείμενο