ébréchure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ébréchure < ébrécher

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.bʁe.ʃuʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ébréchure ébréchures

ébréchure (fr) θηλυκό