écaillage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

écaillage < écailler

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ka.jaʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écaillage écaillages

écaillage (fr) αρσενικό

  1. το ξελέπισμα των ψαριών
  2. το άνοιγμα των στρειδιών
  3. η φθορά αντικειμένων, η ακοποπή κομματιών από την επιφάνειά τους