écarquillement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écarquillement écarquillements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

écarquillement (fr) αρσενικό

  • το γούρλωμα
    l'écarquillement des yeux - το γούρλωμα των ματιών

Συγγενικά[επεξεργασία]