écarquillement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écarquillement | écarquillements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écarquillement (fr) αρσενικό
- το γούρλωμα
- l'écarquillement des yeux - το γούρλωμα των ματιών