écart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écart < écarter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- (μαθηματικά) η διαφορά
- (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή, η παρέκκλιση
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
- (οικονομία) εκάρ, σπρεντ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écart < écarter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- (σε χαρτοπαίγνια) το ξεφύλλισμα