écarter
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- écarter < δημώδης λατινική exquartare < quartus
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]écarter (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- écarter < carte
Ρήμα
[επεξεργασία]écarter (fr)
- (σε χαρτοπαίγνιο) ρίχνω μερικά χαρτιά για να τα συμπληρώσω την επόμενη φορά