Μετάβαση στο περιεχόμενο

échéance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échéance échéances

échéance (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]