échéancier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échéancier | échéanciers |
échéancier (fr) αρσενικό
- το ληξιάριο
ενικός | πληθυντικός |
échéancier | échéanciers |
échéancier (fr) αρσενικό