échappée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échappée | échappées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
échappée (fr) θηλυκό
- η φυγή
ενικός | πληθυντικός |
échappée | échappées |
échappée (fr) θηλυκό