échappée
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
échappée | échappées |
échappée (fr) θηλυκό
- η φυγή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
échappée | échappées |
échappée (fr) θηλυκό